φανταστικος

φανταστικος
    φανταστικός
    3
    представляющий (себе), воображающий
    

(γένος Plat.; κίνησις Plut.)

    φ. τοῦ μέλλοντος Plut. — умеющий представить себе будущее


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φανταστικος" в других словарях:

  • φανταστικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη φαντασία (βλ. λ.), που γίνεται νοητός ή παρασταίνεται με τη φαντασία: Φανταστικοί αριθμοί. 2. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ο ανύπαρχτος στην πραγματικότητα, ο πλασματικός, ο υποθετικός:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φανταστικός — one who makes a parade masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικός — ή, ό / φανταστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και φανταχτικός ή, ό,και τ. θηλ. φανταστικιά, Ν [φαντάζω, ομαι] αυτός που αναφέρεται στην ψυχική λειτουργία τής φαντασίας, που συλλαμβάνεται με τη φαντασία νεοελλ. 1. αυτός που υπάρχει μόνο στη φαντασία, ανύπαρκτος …   Dictionary of Greek

  • φανταστικός αριθμός — Οι αριθμοί της μορφής β, όπου β είναι ένας πραγματικός αριθμός και i (η φανταστική μονάδα) ορίζεται από τη σχέση i2 = √ 1. Η παραδοχή της φανταστικής μονάδας κάνει πάντοτε επιλύσιμη την εξίσωση x2 = α (όπου α οποιοσδήποτε πραγματικός αριθμός), η… …   Dictionary of Greek

  • φανταστικά — φανταστικός one who makes a parade neut nom/voc/acc pl φανταστικά̱ , φανταστικός one who makes a parade fem nom/voc/acc dual φανταστικά̱ , φανταστικός one who makes a parade fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικῶν — φανταστικός one who makes a parade fem gen pl φανταστικός one who makes a parade masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικόν — φανταστικός one who makes a parade masc acc sg φανταστικός one who makes a parade neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικαῖς — φανταστικός one who makes a parade fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικαί — φανταστικός one who makes a parade fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικοῖς — φανταστικός one who makes a parade masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φανταστικοί — φανταστικός one who makes a parade masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»